- εκτελεστήριος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση2. το ουδ. ως ουσ. το εκτελεστήριο(-ν)έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση αποδέχεται τον διορισμό προξένου άλλης χώρας3. (νομ.) «εκτελεστήριος τύπος» — ορισμένος τύπος τον οποίο πρέπει να φέρουν τα εκτελεστά δικαιόγραφα για να τύχουν αναγκαστικής εκτελέσεως.
Dictionary of Greek. 2013.